- ξεσηκώνομαι
- bouger
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξεσηκώνομαι — ξεσηκώνομαι, ξεσηκώθηκα, ξεσηκωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek
ανταείρομαι — ἀνταείρομαι (Α) κ. ἀνταίρω (AM) σηκώνω κάτι εναντίον άλλου, ξεσηκώνομαι για πόλεμο μσν. επαναστατώ κατά της εξουσίας αρχ. ενεργ. (για ύψωμα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι σε κάτι … Dictionary of Greek
αντανίστημι — ἀντανίστημι (Α) 1. παρουσιάζω κάτι ως εφάμιλλο με κάτι άλλο ή ανώτερο από αυτό 2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
αντεπεγείρομαι — ἀντεπεγείρομαι (Μ) ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
απορθώνω — ἀπορθώνω (Μ), ἀπορθῶ ( όω) (Α) [ορθώ ( όω)] μσν. (για στράτευμα) ξεσηκώνομαι αρχ. 1. καθιστώ κάτι ευθύ 2. κατευθύνω, οδηγώ σωστά 3. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου … Dictionary of Greek
επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… … Dictionary of Greek
επανακύπτω — ἐπανακύπτω (Α) [κύπτω] 1. έχω ή σχηματίζω κλίση προς τα πάνω, τείνω προς τα πάνω («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», Ξεν.) 2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου 3. φρ. «ἀνέκυψε λόγος» προβλήθηκε νέο επιχείρημα (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κατερείδω — (Α) (για άνεμο και θύελλα) ξεσπώ, ξεσηκώνομαι, φυσώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρείδω «στηρίζω, ωθώ»] … Dictionary of Greek